- εἰκοσινήριτ'
- εἰκοσινήριτα , εἰκοσινήριτοςtwentyfoldneut nom/voc/acc plεἰκοσινήριτε , εἰκοσινήριτοςtwentyfoldmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.